- ἀρχίγαλλος
- ἀρχί-γαλλος, ὁ,A head of college of
γάλλοι
in mystery-cult,Jahresh.
14 Beibl.136 (Cyme, i A.D.), JHS19.280 ([place name] Lycaonia), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γάλλοι
in mystery-cult,Jahresh.
14 Beibl.136 (Cyme, i A.D.), JHS19.280 ([place name] Lycaonia), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρχιγάλλος — Αρχηγός των ιερέων της Κυβέλης (που ονομάζονταν γάλλοι) στη Ρώμη. Ο α. διοριζόταν από την πολιτεία ισόβια· ήταν υποχρεωμένος να κατοικεί στον ναό, να εποπτεύει στις θυσίες που προσφέρονταν για το καλό της πόλης προς τιμήν της Κυβέλης, η οποία στη … Dictionary of Greek